LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "διαθήκη"
- διαθήκη, ἡ (διατίθημι),· I. διάθεση περιουσίας μέσω διαθήκης, διαθήκη, δήλωση τελευταίας βούλησης, σε Αριστοφ., Ρήτ., II. συμφωνία, συνεννόηση μεταξύ δύο μερών, συμβόλαιο, συνθήκη, σε Αριστοφ., Κ.Δ.