LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "διαδοχή"
- διαδοχή, ἡ (διαδέχομαι),· I. 1. παραλαβή από κάποιον άλλο, σε Δημ. 2. διαδοχική αντικατάσταση, ἄλλοςπαρ' ἄλλου διαδοχαῖς, διαδοχικά ή αλληλοδιαδοχικά, σε Αισχύλ.· ἐκ διαδοχῆς ἀλλήλοις, κατά σειρά, Λατ. vicissim, σε Δημ.· κατὰ διαδοχήν, σε Θουκ. II. με στρατιωτική σημασία, εφεδρεία, βάρδια, σε Ξεν.