Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "διαβολή"

Βρέθηκε 1 λήμμα
διαβολή, (διαβάλλω),· I. ψεύτικη κατηγορία, δυσφήμιση, συκοφαντία, λασπολογία, ἐπὶ διαβολῇ εἰπεῖν, σε Ηρόδ.· διαβολὰς ἐνδέχεσθαι, ακούω προσεκτικά ψευδείς συκοφαντίες, στον ίδ.· ἐμὴ δ., οι εναντίον μου κατηγορίες, σε Πλάτ. II. έριδα, διένεξη, εχθρότητα, σε Θουκ.