Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "διαβιβάζω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
δια-βῐβάζω, μέλ. Αττ. -βιβῶ, μτβ. του διαβαίνω, μεταφέρω πάνω ή απέναντι, μεταβιβάζω, διακομίζω, δ. τὸν στρατὸν κατὰ γεφύρας, σε Ηρόδ.· ἐς τὴν νῆσον τοὺς ὁπλίτας, σε Θουκ.