Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "διαβαίνω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
δια-βαίνω, μέλ. -βήσομαι, αόρ. βʹ -έβην, παρακ. -βέβηκα· I. βηματίζω, διασκελίζω, περπατώ ή στέκομαι με τα πόδια σε διάσταση· εὖ διαβάς, για έναν άντρα που τοποθετεί σταθερά τα πόδια του για μάχη, σε Ομήρ. Ιλ. II. με αιτ., περνώ απέναντι, περνώ πάνω από χαντάκι ή ποτάμι, στο ίδ. 2. απόλ. (το θάλασσαν ή ποταμόν παραλείπεται), διέρχομαι, Λατ. trajicere, ἐς Ἤλιδα, σε Ομήρ. Οδ.· πλοίῳ διαβῆναι, σε Ηρόδ. κ.λπ.