LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "διάχυσις"
- διάχῠσις, -εως, ἡ (διαχέω),· I. διάχυση, διάδοση, εξάπλωση, διασπορά, διασκόρπιση, σε Πλάτ.· δ. λαμβάνειν, εκτείνομαι, σε Πλούτ. II. ευθυμία, διασκέδαση, στον ίδ.