LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "διάτορος"
- διά-τορος, -ον (τείρω),· I. διαπεραστικός, δηκτικός, οχληρός, σε Αισχύλ.· δ. φόβος, ανατριχιαστικός φόβος, στον ίδ.· λέγεται για σάλπιγγα, στον ίδ. II. Παθ., διατρυπημένος, διαπερασμένος ανάμεσα, σε Σοφ.