LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "διάστασις"
- διάστᾰσις, -εως, ἡ, (διαστῆναι),· 1. το να στέκεται κάποιος μακριά, χωρισμός, απόσταση, διάσταση (ό,τι και στη Ν.Ε.), σε Ηρόδ. 2. διαφορά, σε Πλάτ.· στον Θουκ. έχει Ενεργ. σημασία, η απόπειρα να κινηθούν κάποιοι εναντίον άλλων, στάση· 3. διαζύγιο, σε Πλούτ.