Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "διάσημος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
διά-σημος, -ον (σῆμα),· I. καθαρός, σαφής, ευκρινής· ουδ. πληθ. ως επίρρ., διάσημα θρηνεῖ, σε Σοφ. II. διακεκριμένος, σπουδαίος, έγκριτος, σε Πλούτ.