LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "διάνοια"
- διάνοιᾰ, ἡ, I. 1. σκέψη, πρόθεση, σκοπός, αντίληψη, γνώμη, σε Ηρόδ., Αττ.· διάνοιαν ἔχειν = διανοεῖσθαι, με απαρ., σε Θουκ. 2. σκέψη, γνώμη, έννοια, Λατ. cogitatum, σε Ηρόδ., Πλάτ. II. αντίληψη, διάνοια, νοημοσύνη, ευφυία, στον ίδ. III. νόημα ή σημασία μιας λέξης ή ενός κειμένου, στον ίδ.· τῇδιανοίᾳ, σε ό,τι αφορά την έννοια, τη σημασία, σε Δημ.