LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "διάμετρος"
- διάμετρος (ενν. γραμμή), ἡ, διάμετρος ή διαγώνιος ενός παραλληλογράμμου, σε Πλάτ.· κατὰ διάμετρον, διαμετρικά, στον ίδ.· ομοίως ἐκ διαμέτρου, σε Λουκ. II. χάρακας που χαράζει τη διάμετρο, σε Αριστοφ.

