LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "διάλεκτος"
- διάλεκτος, ἡ (διαλέγομαι),· I. ομιλία, συζήτηση, συνομιλία, επιχειρηματολογία, σε Πλάτ. II. γλώσσα· γλώσσα μιας χώρας, διάλεκτος, τοπική λέξη ή φράση, ιδιωματισμός, σε Πλούτ. III. ιδιαίτερος τρόπος ομιλίας, προφορά, σε Δημ.