LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "διάκρισις"
- διάκρῐσις, -εως, ἡ (διακρίνω),· I. χωρισμός, διάλυση, σε Εμπεδ. II. απόφαση, κρίση, σε Ξεν.