Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "διάκειμαι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
διά-κειμαι, απαρ. -κεῖσθαι, μέλ. -κείσομαι, χρησιμ. ως Παθ. του διατίθημι· I. βρίσκομαι σε συγκεκριμένη ψυχική κατάσταση, είμαι προδιατεθειμένος ή είμαι επηρεασμένος από αυτήν ή την άλλη κατάσταση, μεταπίπτω απ' την μία κατάσταση σε μία άλλη, σε Ηρόδ. κ.λπ.· συχνά όπως το ἔχω, με ένα επίρρ., ὁρᾶτε ὡς δ. ὑπὸ τῆς νόσου, πως έχω επηρεαστεί από την ασθένεια, σε Θουκ.· κακῶς, μοχθηρῶς, φαύλως δ., βρίσκομαι σε δυσχερή θέση, σε άσχημη κατάσταση, σε Πλάτ.· εὖ ή κακῶς δ. τινι, είμαι διακείμενος θετικά ή αρνητικά απέναντι σε κάποιον, σε Ρήτ.· ἐπιφθόνως δ. τινι, φθονούμαι από κάποιον· ὑπόπτως τινὶ δ., θεωρούμαι ύποπτος από κάποιον, σε Θουκ. II. λέγεται για πράγματα, είμαι κανονισμένος, διευθετημένος, είμαι τοποθετημένος, καθορισμένος ή είμαι διατεταγμένος, τακτοποιημένος, ταξινομημένος· ὥς οἱ διέκειτο, έτσι ήταν διατεταγμένο σε αυτόν, σε Ησίοδ.· τὰ διακείμενα, συγκεκριμένες συνθήκες, προκαθορισμένοι όροι, συμφωνίες, σε Ηρόδ.· λέγεται για δώρο, ἄμεινον διακείσεται, θα διατεθεί καλύτερα, σε Ξεν.