Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "διάζωμα"

Βρέθηκε 1 λήμμα
διάζωμα, -ατος, τό, 1. ζώνη, ζωστήρα, ζωνάρι, περίζωμα, Λατ. subligaculum, σε Θουκ. 2. ισθμός, σε Πλούτ.