Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "διάδοχος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
διάδοχος, , (διαδέχομαι), αυτός που διαδέχεται κάποιον σε κάτι· 1. με δοτ. προσ. και γεν. πράγμ., δ. Μεγαβάζῳ τῆς στρατηγίης, ο διάδοχός του στην στρατηγία, σε Ηρόδ.· θνητοῖς διάδοχοι μοχθημάτων, διαδεχόμενοι αυτούς στους μόχθους, δηλ. ανακουφίζοντάς τους από τα βάσανα, τους μόχθους, σε Αισχύλ. 2. με γεν. πράγμ. μόνο, δ. τῆς ναυαρχίας, αυτός που διαδέχθηκε κάποιον στη ναυαρχία, σε Θουκ. 3. με γεν. προσ. μόνο, φέγγος ὕπνου δ., αυτό που διαδέχεται τον ύπνο, το φως, σε Σοφ. 4. με δοτ. προσ. μόνο, δ. Κλεάνδρῳ, σε Ξεν.· ομοίως, κακὸν κακῷ δ., σε Ευρ.· διάδοχος κακῶν κακοῖς, αυτή που επιφέρει διαδοχή κακών, κακό μετά από άλλο κακό, στον ίδ. 5. απόλ., διάδοχοι ἐφοίτων, πήγαιναν στην εργασία διαδοχικά ή σε ομάδες εργασίας, σε Ηρόδ., Θουκ.· ουδ. πληθ., ως επίρρ., διαδοχικά, σε Ευρ.