Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "διάγω"

Βρέθηκαν 4 λήμματα [1 - 4]
δι-άγω, μέλ. -άξω, I. μεταφέρω από τη μία πλευρά στην άλλη ή μεταφέρω μακριά, σε Ομήρ. Οδ., Θουκ. κ.λπ. II. λέγεται για χρόνο: 1. διέρχομαι, περνώ, δαπανώ, καταναλώνω, βίοτον, βίον, σε Αισχύλ. κ.λπ. 2. αμτβ. (χωρίς το βίον), διέρχομαι τη ζωή, ζω, όπως το Λατ. degere, σε Ηρόδ. κ.λπ.· καθυστερώ, βραδύνω, αναβάλλω, σε Θουκ.· κάνω κάτι συνεχώς, σε Ξεν.· με μτχ., συνεχίζω να πράττω έτσι κι έτσι· δ. μανθάνων, στον ίδ.· επίσης με επίρρ., ἄριστα, στον ίδ. III. κάνω κάτι να συνεχίζει ή να παραμένει, να διατηρείται σε μία συγκεκριμένη κατάσταση, πόλιν ὀρθοδίκαιον δ., σε Αισχύλ.· διῆγεν ὑμᾶς, σε Δημ. IV. περιποιούμαι, διασκεδάζω κάποιον, σε Ξεν.
διᾰγωγή, (διάγωII), τρόπος ή πορεία ζωής, Λατ. ratio vitae, σε Πλάτ. κ.λπ.· διαγωγαὶ τοῦ συζῆν, κοινές διασκεδάσεις, σε Αριστ.
διαγωγικός, , -όν, αυτός που ανήκει ή είναι κατάλληλος για διάβαση, πέρασμα, διεκπεραίωση· τέλος δ., φόρος διάβασης, τέλος διέλευσης, περάσματος, σε Στράβ.
δι-ᾰγωνίζομαι, μέλ. Αττ. -ιοῦμαι, I. αποθ., αγωνίζομαι, μάχομαι ή πολεμώ εναντίον, τινι και πρός τινα, σε Ξεν. II. αγωνίζομαι απελπισμένα, διαγωνίζομαι με άμιλλα, σε Θουκ., Ξεν.