LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "διάγνωσις"
- διάγνωσις, -εως, ἡ (διαγιγνώσκω),· I. 1. διάκριση, διαφοροποίηση, σε Ευρ., Δημ. 2. ικανότητα της διάκρισης, σε Ευρ. II. σχηματισμός γνώμης, απόφαση, κρίση, δ.ποιεῖσθαι, παίρνω απόφαση για ένα ζήτημα, σε Θουκ.· δ.περί τινος, σε Δημ.