LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "διάβολος"
- διάβολος, -ον, 1. δυσφημιστικός, συκοφαντικός, υπερθ. διαβολώτατος, σε Αριστοφ. 2. ως ουσ., συκοφάντης, λασπολόγος, σε Αριστ.· Σατανάς, Διάβολος, σε Κ.Δ. 3. επίρρ. -λως, επιβλαβώς, προσβλητικά, συκοφαντικά, απεχθώς, με κακεντρέχεια, με λασπολογίες, σε Θουκ.