LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "διάβασις"
- διά-βᾰσις, -εως, ἡ (διαβαίνω)· 1. πέρασμα αντίκρυ, πέρασμα, διάβαση, δ. ποιεῖσθαι, σε Ηρόδ. 2. τρόπος ή τόπος περάσματος, στον ίδ.· δ. ποταμοῦ, πέρασμα, σε Θουκ.· γέφυρα, πορθμός, σε Ξεν.