Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "διά"

Βρέθηκαν 646 λήμματα [1 - 20]
διά, ποιητ. διαί, πρόθ. συντασσόμενη με γεν. και αιτ.· ριζική σημασία: δια μέσου, ανάμεσα.
Α.
ΜΕ ΓΕΝ.: I. για τόπο ή χώρο: 1. λέγεται για κίνηση, σε ευθεία διάταξη, ανάμεσα, πέρα-πέρα, δια μέσου, διὰ μὲν ἀσπίδος ἦλθε ἔγχος, σε Ομήρ. Ιλ.· δι' ἠέρος αἰθέρ' ἵκανεν, δια μέσου των χαμηλότερων στρωμάτων αέρα έως και τον αιθέρα ακόμα, στο ίδ.· διὰ πάντων ἐλθεῖν, διέρχομαι όλους τους βαθμούς των αξιωμάτων διαδοχικά, σε Ξεν. 2. λέγεται για κίνηση μέσα στο χώρο, αλλά όχι σε ευθεία γραμμή, δια μέσου, ανάμεσα· διὰ πεδίοιο, σε Ομήρ. Ιλ.· δι' ἄστεος, σε Ομήρ. Οδ. 3. λέγεται για τοπικά διαστήματα, διὰ δέκα ἐπάλξεων, σε κάθε δέκατη από τις επάλξεις, σε Θουκ.· διὰπέντε σταδίων, σε μια απόσταση πέντε σταδίων, σε Ηρόδ. II. για χρόνο: 1. λέγεται για διάρκεια, διὰ παντὸς τοῦ χρόνου, σε Ηρόδ.· δι' ἡμέρης, ολόκληρη τη διάρκεια της μέρας, στον ίδ.· διὰ παντός, συνεχώς, σε Αισχύλ.· δι' ὀλίγου, για σύντομο χρονικό διάστημα, σε Θουκ. 2. λέγεται για το διάστημα μεταξύ δύο χρονικών σημείων, διὰ χρόνου πολλοῦ ή διὰ πολλοῦ χρόνου, ύστερα από μεγάλο χρονικό διάστημα, σε Ηρόδ.· διὰ χρόνου, έπειτα από πολύ καιρό, σε Σοφ.· χρόνος διὰ χρόνου, χρόνο με το χρόνο, στον ίδ. 3. λέγεται για διαδοχικά διαστήματα, διὰ τρίτης ἡμέρης, ανά τρεις μέρες, σε Ηρόδ.· δι' ἐνιαυτοῦ, κάθε χρόνο, σε Ξεν. III. Ενεργ., δια μέσου, δια: 1. λέγεται για διαμεσολαβητή αντιπρόσωπο, δι' ἀγγέλων, μέσω των αγγελιαφόρων, σε Ηρόδ.· δι' ἑρμηνέως λέγειν, σε Ξεν. 2. λέγεται για το όργανο ή μέσο, διὰ χειρῶν, σε Σοφ.· διὰ χειρὸς ἔχειν, στο χέρι, στον ίδ.· 3. λέγεται για τον τρόπο, παίω δι' ὀργῆς, οργισμένα, σε Σοφ.· διὰ σπουδῆς, με σπουδή, βιαστικά, σε Ευρ. IV.λέγεται για να εκφράσει συνθήκες ή κατάσταση, δι' ἡσυχίης εἶναι, βρίσκομαι σε κατάσταση ηρεμίας, είμαι ήρεμος, σε Ηρόδ.· δι' ἀπεχθείας ἐλθεῖν τινι, μισούμαι από κάποιον, σε Αισχύλ.· δι' οἴκτου ἔχειν τινά, αισθάνομαι οίκτο για κάποιον, σε Ευρ. κ.λπ. Β. ΜΕ ΑΙΤ.: I. για τόπο, με την ίδια σημασία όπως το διά με γεν.: 1. δια μέσου, ἕξ διὰ πτύχας ἦλθε χαλκός, σε Ομήρ. Ιλ. 2. πέρα ως πέρα, ᾤκεον δι' ἄκριας, σε Ομήρ. Οδ.· δι' αἰθέρα, σε Σοφ. II. για χρόνο, διὰ νύκτα, σε Ομήρ. Ιλ.· διὰ ὕπνον, κατά τη διάρκεια του ύπνου, σε Μόσχ. III. Ενεργ.: 1. λέγεται για πρόσωπα, διά μέσου, εξαιτίας, με τη βοήθεια, μέσω· νικῆσαι διὰ Ἀθήνην, σε Ομήρ. Οδ.· διά σε, εξαιτίας του δικού σου σφάλματος ή υπηρεσίας, σε Σοφ.· εξαιτίας, λόγω, χάριν· αὐτὸς δι' αὐτόν, για χάρη δική του, σε Πλάτ.· διὰ τὴν ἐκείνου μέλλησιν, σε Θουκ. 2. λέγεται για πράγματα, τα οποία εκφράζουν αιτία, λόγο ή σκοπό, δι' ἐμὴν ἰσότητα, εξαιτίας της δικής μου θέλησης, σε Ομήρ. Ιλ.· δι'ἀχθηδόνα, χάριν πειράγματος, σε Θουκ.· διὰ τοῦτο, διὰ ταῦτα, εξαιτίας κ.λπ. Γ. ΧΩΡΙΣ ΠΤΩΣΗ: ως επίρρ., πέρα ως πέρα, ολωσδιόλου, εξ ολοκλήρου, σε Όμηρ. Δ. ΣΤΑ ΣΥΝΘ.: I. ανάμεσα, δια μέσου όπως στο διαβαίνω, II. σε διαφορετικές κατευθύνσεις, όπως στο διαπέμπω· λέγεται για το διαχωρισμό, ξεχωρίζω, διαμοιράζω, Λατ. dis-, όπως στο διασκεδάννυμι· λέγεται για διαφορά, διαφωνία, όπως στο διαφωνέω ή για αμοιβαία επίδραση, σχέση, όπως στα διαγωνίζομαι, διᾴδω, III. λέγεται για υπεροχή, επιβολή, όπως στα διαπρέπω, διαφέρω, IV. λέγεται για ολοκλήρωση, αποπεράτωση, ως το τέλος, εξ ολοκλήρου, εντελώς, όπως στο διαμάχομαι (πρβλ. Λατ. decertare), V. επίσης, για να επιτείνει, πέρα ως πέρα, όπως στο διαγαληνίζω, VI. επίσης, για μείγματα, εν μέρει, κάπως, όπως στο διάλευκος.
δῖα, , I. θηλ. του δῖος. II. Δία, αιτ. του Ζεύς.
δια-βᾰδίζω, μέλ. -ιοῦμαι, 1. περνάω δια μέσου, σε Θουκ. 2. βαδίζω εδώ και εκεί, περνοδιαβαίνω, σε Λουκ.
δια-βάθρα, (βαίνω), σκάλα πλοίου, σε Λουκ.
δια-βαίνω, μέλ. -βήσομαι, αόρ. βʹ -έβην, παρακ. -βέβηκα· I. βηματίζω, διασκελίζω, περπατώ ή στέκομαι με τα πόδια σε διάσταση· εὖ διαβάς, για έναν άντρα που τοποθετεί σταθερά τα πόδια του για μάχη, σε Ομήρ. Ιλ. II. με αιτ., περνώ απέναντι, περνώ πάνω από χαντάκι ή ποτάμι, στο ίδ. 2. απόλ. (το θάλασσαν ή ποταμόν παραλείπεται), διέρχομαι, Λατ. trajicere, ἐς Ἤλιδα, σε Ομήρ. Οδ.· πλοίῳ διαβῆναι, σε Ηρόδ. κ.λπ.
δια-βάλλω, μέλ. -βᾰλῶ, παρακ. -βέβληκα· I. 1. πετώ, ρίχνω διαμέσου, μεταφέρω, οδηγώ διαμέσου, διαβιβάζω απέναντι, νέας, σε Ηρόδ. 2. φαινομενικά αμτβ., όπως το Λατ. trajicere, περνώ από πάνω, απέναντι, διαβαίνω, στον ίδ.· επίσης με αιτ., δ. γεφύρας, σε Ευρ.· πέλαγος, σε Θουκ. II. κατηγορώ, συκοφαντώ, δημιουργώ διαμάχη, φιλονικία ανάμεσα, διασύρω, κακολογώ, ἐμὲκαὶ Ἀγάθωνα, σε Πλάτ.Παθ., βρίσκομαι σε αντιπαράθεση με, τινί, στον ίδ. III. 1. δυσφημώ, κακολογώ, συκοφαντώ, σε Ηρόδ. κ.λπ.· διέβαλον τοὺς Ἴωνας ὡς..., τους συκοφάντησαν με το να πουν ότι..., στον ίδ.Παθ., διαβάλλεσθαί τινι, είμαι γεμάτος καχυποψία και μίσος απέναντι σε κάποιον, στον ίδ.· πρός τινα, στον ίδ.· ἔς τινα, σε Θουκ. 2. με αιτ. πράγμ., παρουσιάζω εσφαλμένα κάτι, μιλώ δυσφημιστικά, διαστρέφω, διαστρεβλώνω, σε Ηρόδ., Δημ.· δίνω στον εχθρό πληροφορίες, χωρίς ανακρίβειες ή διάθεση εξαπάτησης, σε Θουκ. IV. εξαπατώ μέσω ψευδούς πληροφόρησης, εξαπατώ κάποιον, τινά, σε Ηρόδ.· ομοίως στη Μέσ., στον ίδ.Παθ., διαβεβλῆσθαι ὡς..., έχει διαδοθεί συκοφαντικά ότι..., σε Πλάτ.
δια-βαπτίζομαι, μέλ. -ίσομαι, αποθ., συναγωνίζομαι στο κολύμπι· μεταφ., φιλονικώ, καταστολίζω με βρισιές κάποιον, συναγωνίζομαι στα πρόστυχα λόγια, στη βωμολογία με, τινι, σε Δημ.
δια-βάς, μτχ. αορ. βʹ του διαβαίνω.
διά-βᾰσις, -εως, (διαβαίνω1. πέρασμα αντίκρυ, πέρασμα, διάβαση, δ. ποιεῖσθαι, σε Ηρόδ. 2. τρόπος ή τόπος περάσματος, στον ίδ.· δ. ποταμοῦ, πέρασμα, σε Θουκ.· γέφυρα, πορθμός, σε Ξεν.
δια-βάσκω, = διαβαίνω, περιφέρομαι, περπατώ υπερήφανα, σε Αριστοφ.
δια-βαστάζω, ζυγίζω, υπολογίζω με το χέρι, σε Πλούτ.
διαβᾰτέος, , -ον, ρημ. επίθ. του διαβαίνω, αυτός που πρέπει να περασθεί ή να γίνει διαβατός, σε Ξεν.
διαβατήρια (ενν. ἱερά), τά, θυσίες που πραγματοποιούνται πριν διαβεί κάποιος τα σύνορα· τὰ δ. προὐχώρει, τὰ δ. ἐγένετο, ήταν ευνοϊκά, σε Θουκ., Ξεν.
διαβᾰτός, , -όν, ρημ. επίθ. του διαβαίνω, αυτός που μπορεί κάποιος να περάσει ή να διαβεί, αυτός που παρέχει εύκολη διάβαση, σε Ηρόδ. κ.λπ.· νῆσον δ. ἐξ ἠπείρου, την οποία μπορεί κάποιος να προσεγγίσει από την ξηρά, στον ίδ.
δια-βεβαιόομαι, αποθ., βεβαιώνω ισχυρά και επίμονα, σε Δημ.
δια-βήμεναι, Επικ. αντί διαβῆναι, αόρ. βʹ του διαβαίνω.
διαβήτης, -ου, (διαβαίνω), πυξίδα, διαβήτης ονομαζόμενος έτσι από τα τεντωμένα και σε έκταση πόδια του, Λατ. circinus, σε Αριστοφ.
διαβιάζομαι, επιτετ. τύπος αντί βιάζομαι, σε Ευρ.
δια-βῐβάζω, μέλ. Αττ. -βιβῶ, μτβ. του διαβαίνω, μεταφέρω πάνω ή απέναντι, μεταβιβάζω, διακομίζω, δ. τὸν στρατὸν κατὰ γεφύρας, σε Ηρόδ.· ἐς τὴν νῆσον τοὺς ὁπλίτας, σε Θουκ.
δια-βιβρώσκω, μέλ. -βρώσομαι, Παθ. παρακ. -βέβρωμαι· κατατρώω, καταβροχθίζω, καταναλώνω, φθείρω, αφανίζω, σε Πλάτ.Παθ. παρακ. διαβέβρωσθαι, σε Λουκ.