Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "δηρός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
δηρός, , -όν, Δωρ. δᾱρός (δήν), μακρύς, πολύ μακρύς, επί μακρόν, δηρὸν χρόνον, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, δηρόν (ενν. χρόνον), ως επίρρ., πάρα πολύ, στο ίδ.· ἐπὶ δηρόν, στο ίδ.· δαρὸν χρόνον, σε Σοφ.