LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "δηναιός"
- δηναιός, -ή, -όν, Δωρ. δᾱναιός, -ά, -όν (δήν)· 1. μακρόβιος, πολυχρόνιος, μακροζώητος, σε Ομήρ. Ιλ., Θεόκρ. 2. γηραιός, παλιός, αρχαίος, σε Αισχύλ.