Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "δημότης"

Βρέθηκε 1 λήμμα
δημότης, -ου, (δῆμος),· I. ένας από το λαό, κοινός, λαϊκός άνθρωπος, πληβείος, σε Ηρόδ., Αττ. II. δημότης, πολίτης, συμπολίτης, σε Ευρ. III. στην Αθήνα, αυτός που ανήκει στον ίδιο δήμο, συνδημότης, σε Σοφ.· θηλ. δημότις, -ιδος, σε Θεόκρ.