Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "δημόσιος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
δημόσιος, Δώρ. δαμ-, , -ον, I. αυτός που ανήκει στο λαό ή στο κράτος, Λατ. publicus, αντίθ. προς το ἴδιος, σε Ηρόδ., Αττ.· δημόσιον εἶναι, γίγνεσθαι, κατάσχεται, δημεύεται, σε Θουκ., Πλάτ. II. ως ουσ., ὁ δημόσιος (ενν. δοῦλος), δημόσιος υπηρέτης, όπως ο δημόσιος κλητήρας, σε Ηρόδ.· δημόσιος γραμματέας, συμβολαιογράφος, σε Δημ. III. 1. ως ουδ., δημόσιον, τό, κράτος, πολιτεία, Λατ. respublica, σε Ηρόδ., Αττ. 2. κάθε δημόσιο κτήριο, δημόσιος χώρος εκδηλώσεων, σε Ηρόδ. 3. κεντρικό δημόσιο ταμείο, αλλού τὸ κοινόν, σε Δημ. 4. δημόσια φυλακή, σε Θουκ. 5. τὰ δημόσια (ενν. χρήματα), δημόσια περιουσία, σε Αριστοφ. IV.ως θηλ., ἡ δαμοσία (ενν. σκηνή), σκηνή των Σπαρτιατών βασιλιάδων, σε Ξεν. V.ως επίρρ.: 1. δοτ., δημοσίᾳ, Ιων. -ίῃ, με κρατικά έξοδα, δημοσία δαπάνη, σε Ηρόδ.· με κοινή συγκατάθεση, κοινή συναινέσει, σε Δημ.· δ. τεθνάναι, πεθαίνω από τα χέρια δημοσίου εκτελεστή, στον ίδ. 2. ουδ. πληθ., δημόσια, με δημόσια έξοδα, δημοσία δαπάνη, σε Αριστοφ.