LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "δημοσιεύω"
- δημοσιεύω, μέλ. -σω, I. κατάσχω, δημεύω, όπως το δημεύω, σε Ξεν. — Παθ., τὰ δεδημοσιευμένα, δημοφιλή, λαϊκά ρητά, αποφθέγματα, σε Αριστ. II. αμτβ., βρίσκομαι σε δημόσια υπηρεσία, ασκώ δημόσιο λειτούργημα, λέγεται για τους γιατρούς, σε Αριστοφ., Πλάτ.· γενικά, είμαι δημόσιος άνδρας, αντίθ. προς το ἰδιωτεύω, στον ίδ.