Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "δημιουργός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
δημι-ουργός, Επικ. δημιο-εργός, , (*ἔργωI. 1. αυτός που εργάζεται για το λαό, ο επιδέξιος τεχνίτης, χειροτέχνης, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· λέγεται για τους πρακτικούς θεραπευτές, σε Πλάτ.· λέγεται για τους γλύπτες, αγαλματοποιούς, στον ίδ.· γενικά, αυτός που φτιάχνει, ποιητής λόγων, σε Αισχίν.· πειθοῦς δημιουργὸς ἡ ῥητορική, σε Πλάτ.· μεταφ., ὄρθρος δημιοεργός, η αυγή που καλεί τον άνθρωπο να δουλέψει, σε Ομηρ. Ύμν. 2. Ποιητής, Δημιουργός του κόσμου, σε Ξεν., Πλάτ. II. σε μερικές πόλεις της Πελοποννήσου, ανώτατο πολιτικό πρόσωπο, σε Θουκ., Δημ.