LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "δημαγωγός"
- δημ-ᾰγωγός, ὁ, δημοφιλής αρχηγός, καθοδηγητής, λέγεται για τον Περικλή, σε Ισοκρ.· κυρίως με αρνητική σημασία, αυτός που άγει τον όχλο, τη μάζα, δημαγωγός, δημοκόπος, όπως ο Κλέων, σε Θουκ., Ξεν.