LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "δημαγωγικός"
- δημᾰγωγικός, -ή, -όν, ικανός για δημαγωγία ή επιτήδειος όπως ο δημαγωγός, σε Αριστοφ.

