Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "δηλόω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
δηλόω, μέλ. -ώσωΠαθ., μέλ. δηλωθήσομαι, και στο Μέσ. τύπο, δηλώσομαι· I. 1. κάνω κάτι εμφανές ή ευκρινές, φανερώνω, αποδεικνύω, εκθέτω, παρουσιάζω, σε Σοφ.Παθ., είμαι ή γίνομαι φανερός, στον ίδ. 2. καθιστώ γνωστό, γνωστοποιώ, κοινοποιώ, φανερώνω, σε Αισχύλ., Σοφ. 3. αποδεικνύω, στους ίδ., σε Θουκ. 4. δηλώνω, διακηρύττω, αποσαφηνίζω, αναδεικνύω, στους ίδ.· με μτχ., δηλώσω σε κακὸν (ὄντα), σε Σοφ.· η μτχ., αν αναφέρεται στην ονομ. του ρήματος, είναι και η ίδια σε ονομ.· δηλώσει γεγενημένος, σε Θουκ. II. 1. αμτβ., είμαι σαφής ή φανερός, σε Ηρόδ., Πλάτ. 2. απρόσ., δηλοῖ = δῆλόν ἐστι, σε Ηρόδ.· μέλ. δηλώσει, σε Πλάτ.· αόρ. αʹ ἐδήλωσε, σε Ξεν.