Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "δηλέομαι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
δηλέομαι, Δωρ. δᾶλ-, μέλ. -ήσομαι, αόρ. αʹ ἐδηλησάμην, παρακ. δεδήλημαι, συγχρόνως με Ενεργ. και Παθ. σημασία· απόθ.· I. λέγεται για πρόσωπα, βλάπτω, πληγώνω, εξαπατώ, σε Όμηρ.· μή με δηλήσεται (Επικ. αντί -ηται), σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως στον Ηρόδ.· βλάπτω με μαγικά φίλτρα, σε Θεόκρ. II. λέγεται για πράγματα, καταστρέφω, ξοδεύω, σπαταλώ, καρπὸν ἐδηλήσαντ', σε Ομήρ. Ιλ.· γῆν δηλησάμενος, σε Ηρόδ.· ιδίως, στη φράση, ὅρκια δηλήσασθαι, παραβιάζω μια ανακωχή, σε Ομήρ. Ιλ. 2. απολ., εξαπατώ, είμαι βλαπτικός, σε Όμηρ. (αμφίβ. προέλ.).