LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "δηκτικός"
- δηκτικός, -ή, -όν (δάκνω), ικανός να δαγκώνει, αυτός που έχει κεντρί, που κεντρίζει, ερεθιστικός, δριμύς, οξύς, καυστικός, σε Λουκ.