Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "δεῖμα"

Βρέθηκαν 5 λήμματα [1 - 5]
δεῖμα, -ατος, τό (δείδω), I. φόβος, τρόμος, κατάπληξη, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ. II. φόβητρο, σκιάχτρο, αντικείμενο του φόβου, τρόμος, φρίκη· ὦπῦρ σὺ καὶ πᾶν δ., σε Σοφ.· ιδίως στον πληθ., δειμάτων ἄχη, φοβερές επιδημίες, μάστιγες ή τέρατα, σε Αισχύλ.· δείματα θηρῶν, σε Ευρ.
δειμαίνω, μέλ. -ᾰνῶ (δεῖμα), μόνο στον ενεστ. και παρατ., 1. φοβάμαι, βρίσκομαι σε κατάσταση τρόμου, σε Ομηρ. Ύμν., Ηρόδ. κ.λπ. 2. με αιτ., φοβάμαι ένα πράγμα, στον ίδ., σε Αισχύλ.
δειμαλέος, , -ον (δεῖμα), I. φοβισμένος, τρομαγμένος, σε Μόσχ. II. τρομερός, αυτός που εμπνέει φόβο, φοβερός, σε Βατραχομ., Θέογν.
δειματόεις, -εσσα, -εν (δεῖμα), φοβισμένος, τρομοκρατημένος, έντρομος, σε Ανθ.
δειμᾰτόω, μέλ. -ώσω (δεῖμα), φοβίζω, τρομάζω, σε Ηρόδ., Αριστοφ.Παθ., είμαι φοβισμένος, φοβούμαι, σε Αισχύλ., Ευρ.