LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "δεσποτικός"
- δεσποτικός, -ή, -όν (δεσπότης), I. αυτός που ανήκει ή χαρακτηρίζει τον αφέντη, δεσποτικαὶ συμφοραί, δυστυχίες που προκύπτουν στον αφέντη κάποιου, σε Ξεν. II. λέγεται για πρόσωπα, επιρρεπής προς την τυραννική συμπεριφορά, δυναστικός, τυραννικός, δεσποτικός, σε Πλάτ.