Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "δεσμός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
δεσμός, , πληθ. δεσμά όπως επίσης και δεσμοί (δέω), 1. οτιδήποτε προορίζεται για συγκόλληση, σύνδεση, δέσιμο, σε Όμηρ. κ.λπ.· καπίστρι, σε Ομήρ. Ιλ.· καραβόσχοινο της άγκυρας, σε Ομήρ. Οδ.· ιμάντας της πόρτας, στο ίδ.· ιμάντας του ζυγού, σε Ξεν. 2. στον πληθ., δεσμά, αλυσίδες, σε Αισχύλ., Θουκ.· στον ενικ. περιληπτικά, δεσμά, φυλάκιση, εγκλεισμός σε φυλακή, δεσμωτήριο, σε Ηρόδ. κ.λπ.