Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "δεξιός"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
δεξιός, , -όν (δέχομαι), I. στο δεξί χέρι ή στη δεξιά πλευρά, Λατ. dexter, αντίθ. προς το ἀριστερός, σε Όμηρ. κ.λπ.· τὸ δ. (ενν. κέρας), το δεξί μέρος του στρατού, σε Ξεν.· επίρρ. χρήσεις, ἐπὶ δεξιά, στα δεξιά, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐπὶ δεξιόφιν (Επικ. γεν.), προς τα δεξιά, στο ίδ.· πρὸς δεξιά, σε Ηρόδ. II. ευτυχής, αίσιος, ευοίωνος, αυτός που προμηνύει καλά, λέγεται για το πέταγμα των πουλιών, δεξιὸς ὄρνις = αἴσιος, σε Όμηρ. Αυτή η σημασία προήλθε από τους Έλληνες οιωνοσκόπους που κοιτούσαν στο Βορρά, με αποτέλεσμα οι αίσιοι οιωνοί που έρχονταν από την Ανατολή, να βρίσκονται στα δεξιά, ενώ οι δυσοίωνοι από τη Δύση, να βρίσκονται στα αριστερά. III. μεταφ., έτοιμος, πρόθυμος, αντίθ. προς το σκαιός (απαίσιος, ολέθριος, απρόθυμος, Γαλλικά gauche)· λέγεται και για το μυαλό, τη νόηση, κοφτερός, οξύς, έξυπνος, ευφυής, πανούργος, σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ.· επίρρ., δεξιῶς· υπερθ., δεξιώτατα, σε Αριστοφ.
δεξιό-σειρος, , ζευγμένος με χαλινάρι στη δεξιά πλευρά, λέγεται για το τρίτο άλογο που υπήρχε εκτός του ζευγαριού αλόγων που συνηθιζόταν να υπάρχει· από όπου, γενικά, ζωηρός, θυμοειδής, ορμητικός, σε Σοφ.