LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "δελεάζω"
- δελεάζω, μέλ. -άσω (δέλεαρ), I. βάζω σε πειρασμό, προκαλώ, ή πιάνω με δόλωμα — Παθ., σε Ξεν., Δημ. II. με σύστ. αντ., νῶτον ὑὸς περὶ ἄγκιστρον δ., τοποθετώ στο αγκίστρι ως δόλωμα, σε Ηρόδ.