Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "δεκάς"

Βρέθηκαν 3 λήμματα [1 - 3]
δεκάς, -άδος, (δέκα), I. 1. δεκάδα, όμιλος από δέκα, Λατ. decuria, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. 2. δέκα άνθρωποι που έχουν δωροδοκηθεί, II. αριθμός δέκα, σε Αριστ.
δεκασμός, (δεκάζω), δωροδοκία, εξαγορά, χρηματισμός, σε Πλούτ.
δεκά-σποροςχρόνος, , πάροδος δέκα περιόδων σποράς, δηλ. δέκα ετών, σε Ευρ.