LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "δεκάς"
- δεκάς, -άδος, ἡ (δέκα), I. 1. δεκάδα, όμιλος από δέκα, Λατ. decuria, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. 2. δέκα άνθρωποι που έχουν δωροδοκηθεί, II. αριθμός δέκα, σε Αριστ.
- δεκασμός, ὁ (δεκάζω), δωροδοκία, εξαγορά, χρηματισμός, σε Πλούτ.
- δεκά-σποροςχρόνος, ὁ, πάροδος δέκα περιόδων σποράς, δηλ. δέκα ετών, σε Ευρ.