Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "δεκάζω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
δεκάζω, μέλ. -άσω (δεκάς I. 2), δωροδοκώ ή διαφθείρω δικαστές, σε Ισοκρ., Αισχίν.Παθ., δωροδοκούμαι, εξαγοράζομαι, χρηματίζομαι, σε Πλούτ.