LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "δειρή"
- δειρή, ἡ, λαιμός, τράχηλος, σε Ομήρ. Ιλ.· Αττ. — δέρη (όχι δέρα), σε Αισχύλ. (πιθ. συγγενές προς το Λατ. dors-um).