Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "δειπνέω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
δειπνέω, μέλ. -ήσω, αόρ. αʹ ἐδείπνησα, Επικ. δείπνησα, παρακ. δεδείπνηκα, συγκεκ. απαρ. δεδειπνάναι, Επικ. υπερσ. δεδειπνήκειν· 1. ετοιμάζω το δείπνο, σε Όμηρ.· στην Αττ., παίρνω το κύριο γεύμα, γευματίζω, δειπνίζω· δ. τὸ ἄριστον, χρησιμοποιώ το πρόγευμα ως δείπνο, σε Ξεν. 2. με αιτ., δ. ἄρτον, τρώω ψωμί ως γεύμα, σε Ησίοδ.· επίσης, δ. ἀπό τινος, σε Αριστοφ.