LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "δειμαλέος"
- δειμαλέος, -α, -ον (δεῖμα), I. φοβισμένος, τρομαγμένος, σε Μόσχ. II. τρομερός, αυτός που εμπνέει φόβο, φοβερός, σε Βατραχομ., Θέογν.