Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "δειμαίνω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
δειμαίνω, μέλ. -ᾰνῶ (δεῖμα), μόνο στον ενεστ. και παρατ., 1. φοβάμαι, βρίσκομαι σε κατάσταση τρόμου, σε Ομηρ. Ύμν., Ηρόδ. κ.λπ. 2. με αιτ., φοβάμαι ένα πράγμα, στον ίδ., σε Αισχύλ.