LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "δείλαιος"
- δείλαιος, -α, -ον, εκτεταμ. τύπος του δειλός, ταλαίπωρος, θλιμμένος, δυστυχής, μηδαμινός, κυρίως λέγεται για πρόσωπα, σε Τραγ.· επίσης, δ. χάρις, θλιβερή αγαθότητα, σε Αισχύλ.· δ. σποδός, μηδαμινή τέφρα, σε Σοφ. κ.λπ. (η παραλήγουσα είναι συχνά βραχεία στους Αττ. ποιητές).