Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "δείκνυμι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
δείκνυμι και -ύω (√ΔΕΙΚ), προστ. δεῖκνυε, δεικνύτω, παρατ. ἐδείκνυν και -υον, μέλ. δείξω, Ιων. δέξω, αόρ. αʹ ἔδειξα, Ιων. ἔδεξα, παρακ. δέδειχαΜέσ. με Παθ. παρακ. (βλ. κατωτ. II) — Παθ. μέλ. δειχθήσομαι και δεδείξομαι, αόρ. αʹ ἐδείχθην, Ιων. ἐδέχθην I. φέρνω στο φως, εκθέτω, παρουσιάζω, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ. 1. Μέσ., παριστάνω ενώπιον κάποιου, σε Ομήρ. Ιλ. 2. υποδεικνύω, φανερώνω, στο ίδ., σε Σοφ.· απόλ., αὐτὸδείξει, η πείρα θα αποκαλύψει, θα αποδείξει, σε Πλάτ.· ομοίως, το δείξει μόνο του, σε Αριστοφ. 3. εκφράζω, διατυπώνω, κάνω γνωστό με λέξεις, εξηγώ, λέω, διδάσκω, Λατ. indicare ὁδόν, σε Ομήρ. Οδ., κ.λπ· φανερώνω, αποδεικνύω, με μτχ., ἔδειξαν ἕτοιμοι ὄντες, απέδειξαν ότι είναι έτοιμοι, σε Θουκ. 4. λέγεται για τους κατηγόρους, καταγγέλω, μηνύω τινα, σε Αριστοφ. 5. προσφέρω, παρουσιάζω, τὰ πιστά, σε Αισχύλ.· προξενώ, επιφέρω, πήματα, στον ίδ.· II. στη Μέσ., όπως το δειδίσκομαι, δεξιόομαι, καλωσορίζω, υποδέχομαι, χαιρετίζω, χαιρετώ· τὼ καὶ δεικνύμενος προσέφη, σε Όμηρ.· ομοίως επίσης στον Παθ. παρακ. και υπερσ., δείδεκτ' Ἀχιλῆα, τον χαιρέτησε, ήπιε στην υγειά του, σε Ομήρ. Ιλ.· τοὺς μὲν κυπέλλοις δειδέχατο, στο ίδ.· δειδέχαται μύθοισι, σε Ομήρ. Οδ.