Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "δαψιλής"

Βρέθηκε 1 λήμμα
δαψῐλής, -ές (δάπτω), I. πλουσιοπάροχος, άφθονος, πληθωρικός, σε Ηρόδ.· επίρρ. -έως, σε αφθονία, πλουσιοπάροχα, σε Θεόκρ. II. λέγεται για πρόσωπα, γενναιόδωρος, απλοχέρης, σπάταλος, σε Πλούτ.· υπερθ. επίρρ., δαψιλέστατα ζῆν, σε Ξεν.