Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "δαφοινός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
δᾰ-φοινός, -όν, 1. λέγεται για άγρια θηρία, κοκκινωπός, καστανόξανθος, κατακόκκινος, ολοπόρφυρος, δαφοινὸν δέρμαλεόντος, σε Ομήρ. Ιλ.· δράκων ἐπὶ νῶτα δαφοινός, στο ίδ.· ο τύπος δαφοινεός έχει την ίδια σημασία, εἷμα δαφοινεὸν αἵματι, σκοτεινό από το αίμα, στο ίδ.· δαφοινὸς ἀετός, σε Αισχύλ. κ.λπ. 2. μεταφ., κτηνώδης, βάναυσος, σκληρός, απάνθρωπος, αιμοβόρος, αιμοδιψής, σε Ομηρ. Ύμν., Αισχύλ.