Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "δασύς"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
δᾰσύς, -εῖα, , Ιων. θηλ. δασέα, αντίθ. προς το ψιλός με όλες τις σημασίες: 1. πυκνότριχος, μαλλιαρός, τριχωτός, δασύτριχος, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για νεαρούς λαγούς, χνουδωτός, σε Ηρόδ. 2. με πυκνό φύλλωμα, πυκνόφυλλος, σε Ομήρ. Οδ.· θρίδαξ δασέα, μαρούλι που έχει όλα του τα φύλλα, σε Ηρόδ.· λέγεται για τόπους, αυτοί που έχουν πυκνή βλάστηση γεμάτη από θάμνους ή δέντρα, δασώδης, δασωτός, δασόφυτος, στον ίδ.· διὰ τῶν δασέων, διαμέσου των δασών, σε Αριστοφ.· δ. ὕλῃ, πυκνόφυτος με δεντρύλλια υλοτομίας, σε Ηρόδ. κ.λπ.· σπανίως με γεν., δασὺς δένδρων, σε Ξεν.· τὸ δασύ, δασώδης χώρα, στον ίδ.
δασύ-στερνος, -ον (στέρνον), αυτός που έχει δασύτριχο στήθος, σε Ησίοδ.