Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "δασμός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
δασμός, (δατέομαι), I. διαίρεση, διανομή, μοιρασιά λείας, λαφύρων, σε Ομήρ. Ιλ., Ομηρ. Ύμν. II. στην Αττ., εισαγωγικός δασμός, φόρος, συνεισφορά· ἀοιδοῦ δ., φόρος αποδιδόμενος σε εκείνη, σε Σοφ.· δασμὸν τίνειν, στον ίδ.· δασμὸν φέρειν, ἀποφέρειν, ἀποδιδόναι, σε Ξεν.