LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "δαπανηρός"
- δᾰπᾰνηρός, -ά, -όν (δαπανάω), I. λέγεται για πρόσ., σπάταλος, πολυδάπανος, σε Πλάτ., Ξεν. II. λέγεται για πράγματα, ακριβός, με υψηλή τιμή, πολυτελής, πολυέξοδος, σε Δημ., Αριστ.· επίρρ. -ρῶς, σε Ξεν.